-
1 πιστός
-------------------------------------------A [voice] Pass., to be trusted or believed:I of persons, faithful, trusty,ἑταῖρος Il.15.331
, etc.; ;μάρτυρες Pi.P.1.88
;Ζηνὶ π. ἄγγελος A.Pr. 969
, etc.: [comp] Comp. - ότερος Th.5.108, Isoc.10.38: [comp] Sup.πιστότατος Ar.Pl.27
: c. dat., -ότατος δέ οἱ ἔσκε Il.16.147
;ὁ π. ἡμῖν κἀγαθὸς καλούμενος S.Tr. 541
, cf. E.IA 153 (anap.), etc.: c. gen., τοῦ Φαλάνθου πιστόν τινα a trusted friend of P., Ergias ap.Ath.8.36of;π. πρὸς τὰ συμβόλαια Arist.Pol. 1283a33
; οἱ πιστοί, in Persia, trusty councillors, X.An.1.5.15, cf. Hdt. 1.108 ([comp] Sup.);τάδε Περσῶν πιστὰ καλεῖται A.Pers.2
(anap.); so πιστὰ πιστῶν, = πιστότατοι, ib. 681, cf. 528, 979.2 trustworthy, worthy of credit, Antipho 3.3.5 ([comp] Comp.), 5.3, Th.3.43. Adv., -τῶς καὶ ἀδόλως IG12.90.14
,17.3 genuine,π. Ἀταλάντης γόνος S.OC 1322
; Θηρικλέους π. τέκνον, of a cup, Theopomp.Com.32.1 ; unmistakable, νόσοι πονηραὶ καὶ π. LXX De.28.59.II of things, trustworthy, sure, ὅρκια π. Il.3.269, cf. Pi.O.11(10).6, etc.; τέκμαρ τῶνδε, τεκμήρια, μαντεῖα, A. Ag. 272, 352, Th.66; ;ἔσται πιστὰ καὶ ἄδολα καὶ ἁπλᾶ ἅπαντα τὰ ἀπ' Ἀθηναίων Ῥηγίνοις IG12.51.11
; οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν no longer can one trust women, Od.11.456 ;βροτῶν δὲ π. οὐδέν S.Fr.667.3
; οὐκ ἔχοντες τὴν ἐλπίδα.. πιστὴν ἔτι no longer having such hope as could be relied on, Th.5.14 ; ὑπόληψις ἡ πιστοτάτη, of knowledge, Arist.Top. 131a23.2 deserving belief, credible,π. καὶ οἰκότα Hdt.6.82
, cf. 8.80;π. ὑπόθεσις Pl.Phd. 107b
;τοῦτο π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς Arist.Cael. 276a14
; πιθανὸν καὶ π. Id.Rh. 1356b28; [λόγος] ἀποδεικτικὸς καὶ π. ib. 1377b23.III πιστόν, τό, as Subst., pledge, security, warrant,τὸ π. τῆς ἀληθείας S.Tr. 398
, etc.;τὸ π. τῆς ἐπιστήμης Th.6.72
(but τὸ π. τῆς καθ' ὑμᾶς πολιτείας its honesty, Id.1.68); τὸ π. ἔχοντες.. κἂν περιγενέσθαι feeling confidence that.., Id.1.141 : freq. in pl., τὰ πιστὰ ποιέεσθαι,πίστιν ποιεῖσθαι, Hdt.3.8; πιστὰ θεῶν, of oaths, X.Cyr.4.2.7; ἐδώκαμεν καὶ ἐλάβομεν πιστά we gave and received pledges, c. [tense] fut. inf., Id.An.3.2.5, cf. 4.8.7, etc.;πιστὰ ἠξίου γενέσθαι Id.Cyr.7.4.3
;τὰ πίστ' ἐδειξάτην A.Ag. 651
;στέργειν τὰ π. τῶνδε Id.Eu. 673
;τὰ π. ἐμαυτῷ τοῦ θράσους παρέξομαι E.Ph. 268
.B [voice] Act., believing, relying on, τινι Thgn.283, A.Pr. 917, Pers.55 (anap.), S.OC 1031 ; trustful, τῆς ἐλευθερίας τὸ π. Th.2.40, cf. Pl.Lg. 824 ;τινὶ τὸ π. νέμειν App.BC3.39
.2 obedient, loyal,τὴν τῶν Ἀθηναίων χώραν οἰκείαν καὶ π. ποιήσασθαι X.HG2.4.30
.3 faithful, believing, Act.Ap.16.1, IG3.3435.C Adv. πιστῶς with good faith,μὴ π. καταμαρτυρηθείς Antipho 2.4.7
; loyally, D.3.26 : [comp] Comp. - οτέρως Aen.Tact.22.17.2 persuasively, in [comp] Comp., ; credibly, demonstrably, Pl.Epin. 983e; unmistakably,κριθῆναι Gal.9.857
.3 with disposition to believe, D.34.49: [comp] Comp.,πιστότερον πρὸς ἐκείνους ἢ πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς διακείμενοι Lys.18.15
.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский